- θιασιτικός
- θῐᾰσ-ῑτικός, ή, όν,A belonging to a
θίασος, χρήματα SIG1108.9
([place name] Callatis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θίασος, χρήματα SIG1108.9
([place name] Callatis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θιασιτικός — θιασιτικός, ή, όν (Α) (θιασίτης] επιγρ. αυτός που ανήκει σε θρησκευτικό θίασο («θιασιτικά χρήματα») … Dictionary of Greek